Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Ιωάννης Μήτσιος: Τις αναμνήσεις μας δεν μπορεί να μας τις κλέψει κανείς



Κόντρα στο ρεύμα της εποχής και ακολουθώντας το ένστικτο του ο Ιωάννης Μήτσιος έγραψε ένα μυθιστόρημα θρίλερ… Ο λόγος, για το «Κοριτσάκι με τα γυάλινα μάτια»,το οποίο κατορθώνει να καθηλώνει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδας αναμειγνύοντας συναισθήματα όπως αυτό της αγωνίας με του φόβου ενώ την ίδια ώρα η ανδρεναλίνη μέχρι και την τελευταία πρόταση είναι στο κόκκινο.
Ο ίδιος μιλάει για το συγγραφικό του εγχείρημα στο Πινάκιο. Αναφέρεται στην μεταφυσική, στο αιώνιο ερώτημα του καλού και του κακού αλλά και στις αναμνήσεις. Απολαύστε την συνέντευξη που ακολουθεί

Συνέντευξη στον Λευτέρη Χ. Θεοδωρακόπουλο για το Πινάκιο


Ένα μυθιστόρημα τρόμου δεν είναι ένα δυνατό εγχείρημα κόντρα σε όλη την αγορά;

«Ποιος ο λόγος να κάνεις κάτι που έχει ξαναγίνει; Δε διαφωνώ ότι υπάρχουν δοκιμασμένες συνταγές που τις προτιμούν πολλοί, αλλά κάτι τέτοιο αναγκαστικά σε περιορίζει εντός ορισμένων πλαισίων. Ο φόβος από τη φύση του είναι μια κατάσταση που σε φέρνει στα όριά σου και σε οδηγεί σε μονοπάτια που ούτε καν εσύ ο ίδιος ήξερες ότι θα διάβαινες. Γκρεμίζεται ο μικρόκοσμός σου και φτάνεις στα άκρα για όσα μέχρι πρότινος θεωρούσες δεδομένα. Τα πάντα είναι ρευστά, όμως! Και το αποτέλεσμα εξαρτάται από την ψυχοσύνθεση του καθενός. Δείχνει στην τελική από τι στόφα είσαι φτιαγμένος και τι θυσίες είσαι διατεθειμένος να κάνεις: να σώσεις τον εαυτό σου και ν’ αφήσεις τους άλλους να πεθάνουν ή να δώσεις τη ζωή σου για κείνους που αγαπάς!
Η πορεία, οι αποφάσεις και η αλληλεπίδραση ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα σε μια ιστορία τρόμου, χτίζεται με βάση αυτά τα κριτήρια. Στο τέλος έχει να κάνει την επιλογή του «ποιος ζει - ποιος πεθαίνει» και ν’ αναιρέσει ή να επιβεβαιώσει τον τρόπο που τον βλέπει ο κάθε αναγνώστης ως εκείνη τη στιγμή της κορύφωσης. Του απροσδόκητου φινάλε. Δεν κοιτάμε απλά τις στιγμές τρόμου του μυθιστορήματος –πολλές φορές κλισέ σκηνές–, μα κι εκείνο που βρίσκεται από πίσω. Δεν είναι συλλογή κεφαλαίων με αναφορές θανάτου γλαφυρά δοσμένες προς τέρψη των φίλων του μακάβριου. Προσπαθείς να καταλάβεις το «γιατί». Γιατί αυτό το μοτίβο; Γιατί τόσοι θεατρινισμοί για κάτι που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο; Ποια η ψυχολογία, τα κίνητρα και το όραμα εκείνου που σκοτώνει για ευχαρίστηση;
Όπως καταλαβαίνετε, τα μυθιστορήματα τρόμου δεν είναι κάτι το περιθωριοποιημένο που βάζουμε στην άκρη επειδή δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει. Θα είναι σα να λέμε ότι κανένα βιβλίο δεν αξίζει να διαβάζεται! Το μυθιστόρημα τρόμου θα είναι κι αυτό μια καλή αστυνομική ιστορία, μια ιστορία μυστηρίου κι αινιγμάτων ή μια χορταστική περιπέτεια. Θα σε διδάξει πράγματα! Η περιγραφή ορισμένων καταστάσεων, όμως, θα είναι εκείνη που θα το καταστήσει πόσο τρομακτικό ή μη γίνεται στο αναγνωστικό κοινό. Δεν έχει καμία σχέση με τις ταινίες όπου κλείνονται καμιά δεκαριά άτομα σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι και σκοτώνονται ένας-ένας, οπότε γιατί να του βάζουμε μια ανάλογη ταμπέλα;

Μια αιώνια  μάχη μεταξύ καλού και κακού, υπάρχει ισορροπία στην μάχη αυτή ή το ζύγι γέρνει από την μία πλευρά;

«Το καλό είναι «άκτιστο», δείγμα του θεϊκού στοιχείου μέσα σε κάθε άνθρωπο, ενώ το  κακό  αποτελεί «κτίσμα», δηλαδή το κατασκεύασμα του ξεπεσμού μας, γι’ αυτό και μπορεί εξ ορισμού να εκλείψει οριστικά. Το θέλουμε, όμως; Δε φαίνεται καθαρά, αλλά συγκρίνουμε δύο ανόμοιες έννοιες όταν μιλάμε για μάχη καλού και κακού και η ισορροπία, η γκρίζα ζώνη ανάμεσά τους, φαίνεται φυσιολογική εκ πρώτης όψεως. Να υπάρχει το ένα άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο. Το Γιν και το Γιανγκ. Με λίγη δόση κακού μέσα στο καλό και λίγη δόση καλού μέσα στο κακό. Η εποχή των αντιηρώων με ευαισθησίες και πάθη. Θέλουμε να επικρατεί το καλό, το οποίο όλοι ανεξαιρέτως πιστεύουμε ότι πράττουμε, αλλά ηδονιζόμαστε από την εικόνα του «κακού παιδιού» που χτίζουμε και διατηρούμε με νύχια και με δόντια. Το ζύγι ανάμεσά τους, επομένως, τείνει σε μια αβέβαιη κατάσταση, μια γκρίζα περιοχή, θολά καθορισμένη. Έχουμε μπερδέψει τις έννοιες, άλλα κάνουμε και άλλα νομίζουμε ότι κάνουμε! Καταστρέφουμε ψυχές κι εφησυχάζουμε λέγοντας πως αυτό ήταν «σωστό και πρέπον» αφού εγώ είμαι καλά! Και καταστρέφεται έτσι και η όποια φαινομενική ισορροπία!».

Πέρα από την συγγραφική σας ιδιότητα, είστε φυσικός. Με αφορμή το λογοτεχνικό σας έργο πιστεύετε στην μεταφυσική;

«Η φυσική δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα! Υπάρχουν κι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορεί, οπότε απορρίπτουν οτιδήποτε άλλο επειδή τους χαλάει τη συνταγή. Με πέντε αισθήσεις ανακαλύπτεις μόνο το υλικό μέρος του κόσμου και μελετάς τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του. Και πάλι μόνο ένα μικρό του μέρος! Είναι γνωστό ότι μέσα σε μια μαύρη τρύπα δεν ισχύουν οι καθιερωμένοι νόμοι της φύσης. Επομένως τι είναι πραγματικό; Κανείς δε μπήκε μέσα σε μια μαύρη τρύπα, επέζησε και γύρισε να γράψει διδακτορική διατριβή για όσα είδε! Ό,τι δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε ορθολογικά λοιπόν, το κατατάσσουμε στη σφαίρα του μεταφυσικού. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε ή δε θέλουμε να μάθουμε σε ορισμένες περιπτώσεις! Και δε μιλώ για πνευματικά θέματα ή θέματα πίστης του καθενός, αλλά αναφέρομαι σε όλα τα «μεταφυσικά/παραφυσικά φαινόμενα» που προέκυψαν από ανεξήγητα συμβάντα κι έγιναν θρύλοι, κομμάτι των παραδόσεων ενός τόπου. «Κάτι» θα έδωσε την αφορμή! Δεν μπορεί!
Προσωπικά, προσπάθησα να εξηγήσω και μέσω του μυθιστορήματος αυτού ότι υπάρχουν απαντήσεις για όλα, αλλά όχι και οι ίδιοι κανόνες ή φυσικοί νόμοι. Και η σύγκρουση δύο κόσμων με διαφορετικούς φυσικούς νόμους, εκτός του ότι είναι καταστρεπτική για τον έναν από τους δύο, δεν είναι πάντοτε φανερή λόγω άγνοιας, η οποία έχει ήδη κάνει τη μισή δουλειά!
Μου φαίνεται μάλλον πως μόλις απέδειξα ότι στο «Κοριτσάκι με τα Γυάλινα Μάτια» δεν υπάρχει τίποτα το μεταφυσικό! Μονάχα οντότητες από έναν άλλο κόσμο με άλλους κανόνες, ένα παράλληλο σύμπαν μέσα στο σύμπαν που αντιλαμβανόμαστε! Είναι θέμα προοπτικής και τρόπου εξήγησης με μη συμβατικά, επιστημονικά μέσα. Κάτι σαν τους απομονωμένους ιθαγενείς της ζούγκλας που βλέπουν για πρώτη φορά αεροπλάνο. Δεν είμαστε παντογνώστες. Ας συμπεριφερόμαστε αναλόγως και να παραδεχόμαστε όσα δε γνωρίζουμε. Μπορούμε να τα μάθουμε!».

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε για να αποτυπώσετε την ιστορία του κοριτσιού με τα γυάλινα μάτια;

Η έμφυτη ανάγκη να δημιουργήσω κάτι εκ του μηδενός και να το μοιραστώ με τον κόσμο. Μια ιστορία. Το πώς διαμορφώθηκε στην πορεία δεν το γνώριζα εκ των προτέρων. Υπήρχε μια βασική ιδέα που σαν τίτλος μου φάνηκε «πιασάρικος» και από κει κι έπειτα ό,τι με ενέπνευσε σε διάφορες φάσεις ενσωματώθηκε στο κείμενο, δένοντας την πλοκή.

Το ψυχολογικό προφίλ του δολοφόνου μπορεί να αναλυθεί ή συζητάμε για εμμονικές τάσεις;

«Εδώ είναι που φωνάζουμε spoiler alert! Θα το δώσω κάπως αόριστα γιατί δε θέλω να χαλάσω την εμπειρία του αναγνώστη.
Ποιος είναι ο πραγματικός δολοφόνος; Κάποιος που κινείται απ’ τη μανία της εκδίκησης; Κάποιος που διακαώς επιθυμεί να νιώσει κάτι κι ας πεθάνει αμέσως μετά; Κάποιος που απλά τρέφεται; Κάποιος που θέλει να γνωρίσει τη συγκίνηση του να σκοτώνει;
Νομίζω ότι καλύπτει και τα δυο σκέλη της ερώτησης η φύση του δολοφόνου. Εξάλλου, οι εμμονικές τάσεις πάντα θα εμπεριέχονται σ’ ένα ψυχολογικό προφίλ…»

Το στέλεχος της εταιρείας αντικατοπτρίζει τους ανθρώπους που δεν είναι ευχαριστημένοι με τα όσα τους αναλογούν – Θεωρείτε πως η ελληνική κοινωνία μέχρι κάποια στιγμή είχε το σύνδρομο αυτό;

«Είχε»; Χαρακτηρίζεται απ’ αυτό! Όλοι λένε πως τους αξίζει κάτι καλύτερο! Ακούμε να ψάχνουν και να κυνηγάνε αυτό το «περισσότερο»! Και η δικαιολογία τους: Επειδή όλοι έτσι κάνουν! Όλοι μας έτσι είμαστε και δεν πρέπει να βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω. Μπορεί να ξεκινάμε στην αρχή με τις αγνότερες προθέσεις, αλλά σύντομα καταλήγουμε να κυνηγάμε το κέρδος ή ό,τι άλλο βάζουμε στο μάτι με όσο το δυνατόν μικρότερο κόπο. Το αξίζουμε άραγε; Και παραπονιόμαστε κι από πάνω για τις «δύσκολες εποχές»! Έχουμε χάσει την αίσθηση του μέτρου, θεωρώντας κανόνα το «πολλά αγαθά = πολλή ευτυχία». Άραγε δεν είναι αλήθεια πως έχουμε ταυτίσει τελευταίως το «δουλεύω» με το «βγάζω λεφτά»; Το βλέπουμε κάθε μέρα! Στην ελληνική πραγματικότητα του τώρα είμαστε όλοι σαν το κακομαθημένο παιδί που του πήραν όλα του τα παιχνίδια με άδικο τρόπο. Κατά πόσο ισχύει, όμως;
Δεν περιμένω να καταλάβουν όλοι τι εννοώ με τα λόγια αυτά. Θα είναι σα να προσπαθώ να εξηγήσω σ’ ένα ζάπλουτο που μεγάλωσε στα χρυσάφια γιατί απολαμβάνω πάντοτε τη λιακάδα και τον καταγάλανο ουρανό μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη παρά τα όποια προσωπικά προβλήματα.

Η «εναλλαγή» του νυχτοφύλακα αποτελεί μια προϊκονομία για το τι θα συνέβαινε στην Αγνή;

«Πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε «εναλλαγή» των προσώπων το μικρού κοριτσιού και των ρόλων που θα μπορούσε να πάρει μέσα στην ιστορία. Να «αντικαταστήσει» υπαρκτά (εννοείται υπαρκτά για την ιστορία) πρόσωπα αθώων για να πλησιάσει τα θύματά του. Του τρόπου με τον οποίο θα κινηθεί.
Στη συγκεκριμένη σκηνή βλέπουμε την πρωταγωνίστρια να παίρνει μια γεύση των δυνάμεων με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη αργότερα. Έχει λίγο απ’ όλα. Μορφές που υπάρχουν και τις θεωρούμε φαινομενικά άκακες, πάλη σώμα με σώμα και πάλη σε διανοητικό επίπεδο. Ειδικά για το τελευταίο, τις μάχες του νου, είναι ένα πράγμα που δύσκολα μπορεί να κερδηθεί. Κι επειδή γίνεται μέσα στο μυαλό, είτε επηρεάζεται κάποιος από τον ίδιο του τον εαυτό είτε όχι, τα όπλα ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Με λίγα λόγια, τα πάντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν! Δεν υπάρχει περιορισμός! Από προσωπικούς φόβους μέχρι απόκοσμα τέρατα μέσα σε καινούριους κόσμους, στημένους σε άγνωστες διαστάσεις – ανεξήγητους, όπως και τα φαινόμενά τους, μόνο και μόνο επειδή υπόκεινται σε άλλους φυσικούς νόμους· που μπορούν να καταφέρουν να πάρουν υλική υπόσταση και να λειτουργούν γύρω μας σαν ό,τι πιο φυσιολογικό!»

Ο Γαβριήλ Αρμένης περίεργος λόγω της φύσης του επαγγέλματος…; Τελικά η περιέργεια του τον σκότωσε;

«Όχι… εγώ! Εδώ γελάμε!
Ο Γαβριήλ Αρμένης ήταν καταδικασμένος από την αρχή! Ήθελα έναν χαρακτήρα για να βγάλω επάνω του κάποια απωθημένα με τον ίδιο τρόπο που θα ήθελα και από το αναγνωστικό κοινό να βγάλει κάποια απωθημένα. Ο Αρμένης είναι εκείνος που έχει πιάσει πάτο από την έπαρση και τη μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Δε βλέπει πέραν του προσωπικού του κέρδους, επωφελείται σε βάρος των άλλων και οι ηθικοί φραγμοί είναι άγνωστοι γι’ αυτόν. Είναι εκείνος με τον οποίο θα γελάσεις, θα τον βρίσεις με ευχαρίστηση και ίσως δε θα λυπηθείς με το θάνατό του. Ίσα ίσα! Τα άξιζε και τα ’παθε θα έλεγε κάποιος!
Εξ ου και το οξύμωρο του ονόματος (σε αντίθεση με την Αγνή που είναι όντως αγνή). Τα ράσα δεν κάνουν πάντοτε τον παπά και καλό θα ήταν να μην παρασερνόμαστε από φαρισαίους που άλλα δείχνουν να υπηρετούν και άλλους εξυπηρετούν! Δε σε κάνει γιατρό η άσπρη ρόμπα και ούτε μεγαλόκαρδο η φροντίδα ενός αδέσποτου που συγκινεί περισσότερο από έναν άστεγο στη εποχή μας.
Επανέρχομαι, όμως, στην ερώτηση…
Δεν ήταν περίεργος επειδή «έπαιζε» τον «έγκριτο» δημοσιογράφο. Από τα γεννοφάσκια του αυτοθεωρούνταν ανώτερος και κυρίαρχος έναντι του «απλού» κόσμου και γι’ αυτό διάλεξε το επάγγελμα μέσα από το οποίο πίστευε ότι θα περνούσε τα πιστεύω του σε τρίτους. Χειραγώγηση του πλήθους για να απολαμβάνει τη λατρεία στο πρόσωπό του! Δόξα και χρήμα! Δεν είχε την «υγιή» περιέργεια ενός γνήσιου ερευνητή. Προσπαθούσε να φτάσει πρώτος και να περάσει τους άλλους συναδέλφους του στο στίβο της ενημέρωσης. Φαίνεται άλλωστε στη σκηνή στο ξενοδοχείο και στο σπίτι που κάηκε. Αποτελούσε συνεχώς τον «επικίνδυνο ηλίθιο» που από καθαρή σπόντα μπορούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Γι’ αυτό και ασχολήθηκε προσωπικά ο δολοφόνος μαζί του. Ανταγωνισμός στο ναρκισσισμό θα λέγαμε».

«Στάλες αναμνήσεων στον απέραντο ωκεανό της ξεθωριασμένης μνήμης. Τα παιδικά χρόνια στην Καλαμπάκα ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής της», τα παιδικά χρόνια είναι τελικά το καταφύγιο μας;

«Σίγουρα! Τις αναμνήσεις μας δεν μπορεί να μας τις κλέψει κανείς. Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω θα το κάναμε. Όχι για ν’ αλλάξουμε τα πράγματα, αλλά για να τα ξαναζήσουμε με τον ίδιο τρόπο από την αρχή! Ακόμα και τα άσχημα που μας πλήγωσαν. Κάτι μας δίδαξαν! Μας άνοιξαν τα μάτια εκεί που εθελοτυφλούσαμε! Έχτισαν το χαρακτήρα μας, είτε λιγότερο άσχημο, είτε περισσότερο άσχημο, και γι’ αυτό αποτελούν δομικά στοιχεία της προσωπικότητας του καθενός. Αυτά τα προσωπικά βιώματα που μας βοηθούν να συνεχίσουμε. Ανέμελα κι ευτυχισμένα χρόνια αλλοτινών εποχών, σαν από παλιά φωτογραφία».

Το βιβλίο σας έχει έντονα στοιχεία και πληροφορίες για την πόλη των Τρικάλων. Ήταν η ανάγκη του συγγραφέα να παραθέσει στοιχεία για την ιδιαίτερη πατρίδα του;

«Η ιδιαίτερη πατρίδα του καθενός είναι ο τόπος με τον οποίο κάποιος είναι δεμένος συναισθηματικά. Εκεί έχει ζήσει τον περισσότερο καιρό της ζωής του, εκεί γνώρισε τις χαρές, εκεί γνώρισε τις λύπες. Και είναι ένα μέρος που γνωρίζει καλύτερα σε σχέση με άλλα, οπότε η περιγραφή από μνήμης και η εμβόλιμη τοποθέτηση φανταστικών τοποθεσιών στην πραγματικότητα ρέει πιο φυσιολογικά στο χαρτί. Δεν αμφισβητώ πως είναι και μια καλή διαφήμιση για τον κάθε τόπο, βέβαια! Αυτό είναι και το ζητούμενο! Να αναδεικνύονται οι εκάστοτε ομορφιές μιας Ελλάδας άγνωστης για τους περισσότερους, βαδίζοντας στα χνάρια ενός χάρτινου ήρωα».
                                                                                                          
Ο συνδετικός κρίκος της υπόθεσης ήταν απρόβλεπτος-απροσδόκητος;

«Εδώ μάλλον πάμε σε μια πιο γενικευμένη προσέγγιση του πώς γράφουμε ένα επιτυχημένο (;) μυθιστόρημα. Υπάρχουν, δηλαδή, εκείνες οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται για να κρατάνε το ενδιαφέρον σε κάθε αράδα κειμένου. Ναι μεν παρατίθενται οι διάφορες παράλληλες υποϊστορίες, αφού ο καθένας ζει τη δική του ζωή, εξυπηρετούν δε τη γενικότερη ιδέα. Εκείνο που τα συνδέει μεταξύ τους είθισται να μη δίνεται σα μασημένη τροφή από την αρχή, αλλά να αφήνεται στον αναγνώστη να το ανακαλύψει από μόνος του. Και είτε θα τα καταφέρει, είτε όχι. Σε όλους αρέσει μια καλή ανατροπή! Πιστεύω ότι ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα (ίσως και την υποχρέωση) να παραπλανήσει αρχικά, αφήνοντας μια διάχυτη αίσθηση μυστηρίου στα αναπάντητα ερωτήματα, και στην κορύφωση να δώσει τη λύση στην πλοκή. Εάν το επιθυμεί, προφανώς και μπορεί να σε αφήσει «ξεκρέμαστο» ν’ αναρωτιέσαι για το τέλος ή καλύτερα «το φινάλε» που κλείνει την υπόθεση και το ρόλο, όσο μικρός η μεγάλος ήταν, που έπαιξε το καθετί. Συνεπώς, αυτό που δεν περιμένουμε να δούμε και μας εκπλήσσει διαρκώς σε κάθε βήμα του έργου, εκτοξεύει το ενδιαφέρον στα ύψη. Από την άλλη, αν ο συνδετικός κρίκος είναι κάπως… «κοινότυπος», αν δοθεί με απότομο τρόπο εκπλήσσει. Τέτοιες απαιτήσεις έχω κι εγώ απ’ ό,τι βιβλίο κι αν διαβάσω και τέτοιες ιστορίες μ’ αρέσει να γράφω. Ιστορίες που κεντρίζουν και σε προκαλούν να μην τις αγνοήσεις».

Η Σόνια ήταν ο φύλακας-άγγελος της Αγνής;

«Και οι δυο κοπέλες αποτελούν εξιδανικευμένες ηρωίδες άμεμπτης ηθικής και δικαίου, επειδή είναι οι μόνες που θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τον ορισμό του απόλυτου αντιθέτου τους στο πρόσωπο του κοριτσιού με τα γυάλινα μάτια. Άσπιλες κι έτοιμες γι’ αυτοθυσία, θα έδιναν δίχως δεύτερη σκέψη τον εαυτό τους για να σταματήσουν έναν εχθρό που σκορπούσε το θάνατο. Η Αγνή για να σταματήσει ένα δολοφόνο και η Σόνια για να προστατεύσει την Αγνή και να ολοκληρώσει οτιδήποτε κι αν είχε μείνει στη μέση. Το κατά πόσο πέτυχε η καθεμιά το σκοπό της και το αν η Σόνια κατάφερε να πάρει επάξια την ιδιότητα του φύλακα-αγγέλου μπορείτε να το διαπιστώσετε διαβάζοντας το βιβλίο. Νομίζω ότι θα υπάρξουν διαφωνίες επί του θέματος, αλλά μήπως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Δε θα πρέπει κάτι να δώσεις για να πάρεις εκείνο που θες; Και όσο πιο δύσκολο εκείνο που επιδιώκεις, τόσο βαρύτερο το τίμημα… έτσι δεν είναι;»

Θα μπορούσε η ιστορία, η διαδρομή του κοριτσιού με τα γυάλινα μάτια να είναι ένα ατελείωτο dejavu;

«Θα μπορούσε. Με την έννοια της αέναης επανάληψης. Όμως κάτι ανάλογο έγινε στην ταινία Hellraiser: Inferno του 2000, η οποία ήταν βασισμένη σε χαρακτήρες του Clive Barker. Προσπάθησα όσο περισσότερο μπορούσα να παραμείνω αυθεντικός και να εξιστορήσω ένα σενάριο που δε θα θύμιζε ήδη υπάρχοντες ταινίες (πρώτιστα) ή βιβλία. Τουλάχιστον όχι κάτι που θα έκανε μπαμ με κλειστά μάτια, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο».

«Εν ολίγοις, είστε τόσο τυφλοί που δεν θα δείτε ποτέ σας την πραγματική αξία των πραγμάτων! Δεμένοι χειροπόδαρα με υλικές απολαύσεις, έχετε γίνει άξιοι της μοίρας σας…»θα μας το σχολιάσετε αυτή την φράση;

«Τα λέει όλα από μόνη της! Ποιος ξεχωρίζει τη σήμερον ημέραν τις μικρές χαρές της ζωής; Κανείς! Όλοι, όλες κι όλα έχουν μια τιμή! Τα υλικά αγαθά θεωρούνται δρόμος προς την ευτυχία και υπάρχει αυτός ο αέναος αγώνας απόκτησής τους. Η κοινωνία μας θα σε χαρακτηρίσει λειψό αν δεν πληροίς κάποιες προδιαγραφές. Δεν έχεις κινητό; Μα καλά, πού ζεις; Εδώ μας έχουν καταντήσει να χρειαζόμαστε ρεύμα πλέον για να διαβάσουμε βιβλίο! Όχι φίλε μου! Δεν είσαι μοντέρνος αν το βιβλίο σου είναι από χαρτί! Πάρε τάμπλετ, φόρτισέ το κάθε τρεις και λίγο και κατέβασε τίτλους από 1 ευρώ και 99 λεπτά μόνο με μια απλή συνδρομή στην υπηρεσία μας! Κι εκεί που είχαμε κάτι απλό στα χέρια μας, καταλήξαμε να μη μας ικανοποιεί το χαρτί αλλά το πιο ηλεκτρονικό/έξυπνο γκατζετάκι που πρέπει ν’ αναβαθμίζουμε συνεχώς. Σαν τον πεζό που ζηλεύει το μηχανόβιο, που ζηλεύει τον ιδιοκτήτη μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, που ζηλεύει εκείνον με το καινούριο πετρελαιοκίνητο, που ζηλεύει το τζιπ, του οποίου ο ιδιοκτήτης φθονεί τον εκατομμυριούχο με το υπεραυτοκίνητο, ο οποίος ονειρεύεται ταξίδια στο διάστημα! Και τον άνθρωπο με τα κομμένα πόδια στο καροτσάκι που κοιτά τον πεζό από το παράθυρο και αναρωτιέται πιο είναι το πρόβλημά του τον υπολογίζει κανείς στην εξίσωση; Θα ήθελε να μπορούσε να περπατήσει αλλά είναι και ευγνώμον που δεν είναι τυφλός!
Αυτό μας λείπει! Θεωρούμε τα κεκτημένα δεδομένα και ζητάμε ολοένα και περισσότερα. Όμως, όπως λέει και η παροιμία, όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα!
Να σας πω μια ιστορία που κάπου είχε πάρει το μάτι μου αλλά δε θυμάμαι πού…
Ας πούμε ότι ο Γιώργος, είναι κάποιος που τα έχει καταφέρει στη ζωή του. Έχει ένα ωραίο σπίτι, καλό και αξιόπιστο αυτοκίνητο, δουλειά με καλό μισθό και μια κοπέλα που λέει πως τον αγαπάει και συζεί μαζί του. Όχι τίποτα φανταχτερά αποκτήματα, αλλά αρκετά για να μην πεινάσει και να ζήσει ευτυχισμένος και δίχως προβλήματα. Ο Γιώργος, λοιπόν, ένα πρωινό όπως όλα τα άλλα, πηγαίνει μαζί με την κοπέλα του στη δουλειά, αφού δουλεύουν στην ίδια εταιρία. Στο δρόμο, όμως, εκείνη παρατηρεί την παράξενη συμπεριφορά του: χαμογελαστός κατεβάζει το τζάμι και φωνάζει καλημέρα σε οποιονδήποτε άγνωστο κι αν συναντά. Κανένας δεν ανταποκρίνεται! Άλλος τον βρίζει, άλλος κάνει χειρονομίες και άλλος τον αγνοεί επιδεικτικά. Και η κοπέλα του… κατακκόκινη βράζει από το θυμό της, αλλά δίνει τόπο στην οργή για την ώρα. Όταν φτάνουν στο πάρκινγκ της εταιρίας, εκείνη του ζητά εξηγήσεις. Ο Γιώργος της αποκρίνεται με τη φράση:
«Αν έστω κι ένας άνθρωπος είχε πει “καλημέρα”, θα είχε σώσει μια ζωή σήμερα!»
Κι εδώ τελειώνει η ιστορία μας! Ένα απλό κι εγκάρδιο «καλημέρα» από έναν άγνωστο ήταν αυτό που έλειπε από τη ζωή του Γιώργου για να της δώσει νόημα. Ένα «τίποτα» για τους περισσότερους από εμάς τους εγωίσταρους, όμως «ο κόσμος ολάκερος» για το Γιώργο (όπως το πάρκινγκ του ξενοδοχείου με τα φώτα του για το σκύλο του ιδιοκτήτη στο βιβλίο).
Είμαστε όντως τυφλοί! Και το τρομακτικότερο… κάθε φορά που μιλάμε σε κάποιον ίσως να είναι και η τελευταία. Ίσως εμείς να του την κάνουμε την τελευταία, ακόμα κι άθελά μας!
Ανθρωπιά είναι αυτό που χρειάζεται ο κόσμος, η οποία είναι ανεξίτηλη και πιο σημαντική απ’ τη φθαρτή ύλη. Την τελευταία τη χρησιμοποιούμε για τις βασικές μας ανάγκες. Δεν την υπηρετούμε!».


Διαγωνισμός
Δύο αναγνώστες μπορούν να διεκδικήσουν από ένα αντίτυπο του τίτλου "Το κοριτσάκι με τα γυάλινα μάτια", προσφορά των εκδόσεων Ιβίσκος. Αυτό που έχετε να κάνετε είναι για να τo διεκδικήσετε είναι: αφού κάνετε like στην σελίδα του Πινακίου https://www.facebook.com/pinakio να μας στείλετε τα στοιχεία σας στο pinakio.blog@gmail.com  και το mail σας να έχει την ένδειξη «θρίλερ». 
Αυτοί που θα κάνουν κοινοποίηση (share) θα διπλασιάσουν τις πιθανότητες τους.
Ο Διαγωνισμός λήγει στις 29 Φεβρουαρίου, ενώ την επόμενη ημέρα στην σελίδα του facebook του Πινακίου θα ανακοινωθούν οι νικητές.



Το κοριτσάκι με τα γυάλινα μάτια που υπογράφει ο Ιωάννης Μήτσιος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Iβίσκος

6 σχόλια: